- ὀφρύη
ὀφρύη, ἡ, ion. = ὀφρύς, Hügel, Her. 4, 181. 182. 183; die attische Form ὀφρύα scheint gar nicht vorzukommen, da auch bei Eur. steht λεπαίαν ὀφρύην καϑήμενος, Heracl. 395; Hesych. erkl. ὄφρυα, τὰ ὑψηλά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφρύη, ἡ, ion. = ὀφρύς, Hügel, Her. 4, 181. 182. 183; die attische Form ὀφρύα scheint gar nicht vorzukommen, da auch bei Eur. steht λεπαίαν ὀφρύην καϑήμενος, Heracl. 395; Hesych. erkl. ὄφρυα, τὰ ὑψηλά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οφρύη — ὀφρύη, ιων. τ., και δωρ. τ. ὀφρύα, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὀφρύη χῶμα, λόφος, αἱμασιά» 2. (στην αιτ. και δ. τ.) ὀφρύγην πρόχωμα, όχθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κατάλ. η] … Dictionary of Greek
ὀφρύη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὀφρυάω to have ridges pres imperat act 2nd sg (doric) ὀφρυάω to have ridges pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύῃ — ὀφρύη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύην — ὀφρύη fem acc sg (attic epic ionic) ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύης — ὀφρύη fem gen sg (attic epic ionic) ὀφρυάω to have ridges pres ind act 2nd sg ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύῃσιν — ὀφρύη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύα — ὀφρύᾱ , ὀφρύη fem nom/voc/acc dual ὀφρύᾱ , ὀφρύη fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀφρύᾱ , ὀφρυάω to have ridges pres imperat act 2nd sg ὀφρύᾱ , ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρύας — ὀφρύᾱς , ὀφρύη fem acc pl ὀφρύᾱς , ὀφρύη fem gen sg (doric aeolic) ὀφρύς fem acc pl ὀφρύᾱς , ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφρύα — ὀφρύα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. οφρύη … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek