- πατάκτρια
πατάκτρια, ἡ, die Schlagende, Rhett. III, 607, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατάκτρια, ἡ, die Schlagende, Rhett. III, 607, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατάκτρια — ἡ, Α (για ράβδο) αυτή που χρησιμοποιείται για πάταξη, για χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατάσσω + επίθημα τρια (πρβλ. παίκ τρια)] … Dictionary of Greek