- προ-πετάννῡμι
προ-πετάννῡμι u. προπεταννύω (s. πετάννυμι), vorn od. davor ausbreiten, bes. zum Schutz; ὑμᾶς αὐτοὺς προπετάσαντες ἡμῶν, Xen. Cyr. 4, 2, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πετάννῡμι u. προπεταννύω (s. πετάννυμι), vorn od. davor ausbreiten, bes. zum Schutz; ὑμᾶς αὐτοὺς προπετάσαντες ἡμῶν, Xen. Cyr. 4, 2, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπετάννυμι — και προπεταννύω Α απλώνω κάτι μπροστά μου ως προπέτασμα, ως αμυντικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πετάννυμι / πεταννύω «εκτείνω, απλώνω»] … Dictionary of Greek
προπετάζω — Μ εκτείνω μπροστά μου κάτι ως προπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πετάζω, μτγν. τ. τού πετάννυμι κατά τα ρ. σε ζω] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek