- ἀφρό-γαλα
ἀφρό-γαλα, τό, zu Schaum gerührte Milch, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφρό-γαλα, τό, zu Schaum gerührte Milch, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρέμα — η 1. κιτρινωπό προϊόν που λαμβάνεται κατά την αποκορύφωση τού γάλακτος, η κορυφή 2. γλύκισμα από αβγά, γάλα, άμυλο και ζάχαρη 3. χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό 4. φρ. «κρέμα ξυρίσματος» κρέμα που παρασκευάζεται συνήθως από… … Dictionary of Greek
πρόσγαλο — το, Ν ποσότητα γάλακτος που χύνεται στο τυρόγαλο για την παρασκευή μυζήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γαλο (< γάλα), πρβλ. αφρό γαλο] … Dictionary of Greek
καρδάρα — καρδάρα, η και καρδάρι, το (ίσως λ. λατ.), ξύλινος κάδος, μέσα στον οποίο αρμέγουν το γάλα: Πίνουν αφρό από την καρδάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)