- ἀ-τῡφία
ἀ-τῡφία, ἡ, Anmaßungslosigkeit, Plut. Lyc. et Num. 3, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τῡφία, ἡ, Anmaßungslosigkeit, Plut. Lyc. et Num. 3, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποτυφία — ἱπποτυφία, ἡ (Α) υπερβολική υπερηφάνεια που καταλαμβάνει τον ιππέα, υπεροψία, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τυφία (< τῡφος «αλαζονεία, έπαρση»), πρβλ. α τυφία, σεμνο τυφία] … Dictionary of Greek