πατητής

πατητής

πατητής, , der Trauben, Oliven oder andere Früchte Zertretende, Kelternde, Hesych. erkl. τραπηταί.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατητής — ο, ΝΑ [πατώ] 1. αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι για να βγει το γλεύκος, ο μούστος 2. αυτός που συσκευάζει με συμπίεση ξηρούς καρπούς, βαμβάκι, άχυρα κ.ά …   Dictionary of Greek

  • πατητής — ο θηλ. πατήτρια 1. αυτός που πατάει τα σταφύλια. 2. αυτός που κάνει τα καπνά δέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατηταῖς — πατητής one who treads masc dat pl πατητός trodden fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατηταί — πατητής one who treads masc nom/voc pl πατητός trodden fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατητοῦ — πατητής one who treads masc gen sg πατητός trodden masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατητῶν — πατητής one who treads masc gen pl πατητός trodden fem gen pl πατητός trodden masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՀՆՁԱՆԱՀԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0108 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. πατητής τοῦ λήνου, ληνοβάτης calcator, torculator. Որ հարկանէ այսինքն կոխէ զհնձան. հնծան կամ խաղող կոխօղը. *Իբրեւ հնձանահարի՝ լիոյ հնձանի կոխելոյ. Ես. ՟Կ՟Գ. 1 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”