- ἀ-τίνακτος
ἀ-τίνακτος, unerschütterlich, ἀναγκαίη Opp. Hal. 2, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τίνακτος, unerschütterlich, ἀναγκαίη Opp. Hal. 2, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειροτίνακτος — ον, Μ αυτός που εκτινάσσεται, που εκσφενδονίζεται με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τίνακτος (< τινάσσω), πρβλ. λαο τίνακτος] … Dictionary of Greek