- πατησμός
πατησμός, ὁ, das Treten, Zertreten, εἱμάτων, Aesch. Ag. 963.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατησμός, ὁ, das Treten, Zertreten, εἱμάτων, Aesch. Ag. 963.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατησμός — ὁ, Α 1. η πράξη τού πατῶ, η καταπάτηση με τα πόδια, το πάτημα κάποιου πράγματος 2. το αλώνισμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατησ τού αορ. τού πατῶ + κατάλ. μός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κροτ ησμός, λοιδορ ησμός, ναυαγ… … Dictionary of Greek
πατησμόν — πατησμός treading on masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)