- ἀ-τέχναστος
ἀ-τέχναστος, ungekünstelt, Themist. or. 2 p. 39 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τέχναστος, ungekünstelt, Themist. or. 2 p. 39 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχναστός — ή, όν, Α [τεχνάζω] ο κατασκευασμένος με τη χρησιμοποίηση τέχνης («ὥσπερ ἐν τοῑς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
τεχναστά — τεχναστός made by art neut nom/voc/acc pl τεχναστά̱ , τεχναστός made by art fem nom/voc/acc dual τεχναστά̱ , τεχναστός made by art fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχναστῶν — τεχναστός made by art fem gen pl τεχναστός made by art masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχναστοῖς — τεχναστός made by art masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχναστοῦ — τεχναστός made by art masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)