- ἀ-τάραχος
ἀ-τάραχος, = ἀτάρακτος, Arist. Eth. 3, 9; ὕπνος Ath. I, 26 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τάραχος, = ἀτάρακτος, Arist. Eth. 3, 9; ὕπνος Ath. I, 26 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάραχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
τάραχος — ο 1. ταραχή (βλ. λ.). 2. φρ., «Τράβηξε των παθών του τον τάραχο», τράβηξε τα πάνδεινα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταράχοις — τάραχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχου — τάραχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχους — τάραχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχων — τάραχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχῳ — τάραχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχοι — τάραχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχον — τάραχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мѧтежь — МѦТЕЖ|Ь (199), А с. 1. Смятение, тревога. волнение, суета: Дн҃и насто˫ащю мълва бываѥть въ чл҃вцѣхъ и мѧтежъ и пришъдъши нощи вьси ѹсънѹть Изб 1076, 235 об.; прп(д)бьныи же антонии ˫ако же бѣ обыклъ ѥдинъ жити и не трьп˫а вс˫акого мѧте||жа и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)