ἀ-τημελία, ἡ, = ἀτημέλεια, Ap. Rh. 3, 830.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τημελία — ἡ, Α βλ. τημέλεια … Dictionary of Greek
τημέλεια — και τημελία, ἡ, Α επιμέλεια, φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τημελῶ (για άλλες απόψεις βλ. λ. τημελῶ)] … Dictionary of Greek