ὀτοτοῖ

ὀτοτοῖ

ὀτοτοῖ, richtiger als ὀτοτοί, ein Schmerzensruf, ϑρηνῶδες ἐπίφϑεγμα, Hesych., ach! weh! Aesch. Pers. 260 u. öfter, Ag. 1042 Ch. 156; ὀτοτοῖ τοτοῖ, Soph. El. 1257; Eur. Or. 1390 u. öfter; auch ὀττοτοτοῖ, Troad. 1787; Sp., πολὺ τὸ ὀττοτοῖ, Luc. Cont. 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οτοτοί — ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α) (επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ! [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος*] …   Dictionary of Greek

  • ὀτοτοῖ — ah! woe! indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) τοτοῖ indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτοτοτοτοτοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτοτοτοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτοτοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοτοτύζω — ἀνοτοτύζω (Α) θρηνολογώντας φωνάζω «ὀτοτοῑ», ξεσπώ σε θρήνους, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οτοτύζω «φωνάζω ὀτοτοῑ, θρηνολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • οτοτύζω — ὀτοτύζω (Α) [οτοτοί] 1. κράζω, ξεφωνίζω οτοτοί, θρηνώ μεγαλόφωνα, ολοφύρομαι 2. παθ. ὀτοτύζομαι θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ ὁ θνῄσκων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • Οτοτύξιοι — Ὀτοτύξιοι, ot (Α) (κωμικό κύριο όν. στον Αριστοφ.) άνθρωποι τών θρήνων, θρηνωδοί, κλαψιάρηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. < ὀτοτοῖ, θρηνητικό επιφώνημα χάριν λογοπαιγνίου στο εθνικό όν. Ολοφύξιοι, κάτοικοι τής Ολοφύξον, πόλης στον Άθω] …   Dictionary of Greek

  • αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… …   Dictionary of Greek

  • εποτοτύζω — ἐποτοτύζω (Α) θρηνώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οτοτύζω «θρηνώ μεγαλόφωνα» (< οτοτοί, επιφώνημα θλίψεως)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”