ἀτηρός

ἀτηρός

ἀτηρός (ἄτη), schädlich, verderblich, Theogn. 425; bes. Tragg.; δύη, τύχη, Aesch. Ag. 1462 Eum. 961;. φρήν Soph. Tr. 263; ἀτηρότατον κακόν Ar. Vesp. 1299; Eur. Hipp. 630 u. sp. D. Seltener in Prosa, Plat. Crat. 395 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ατηρός — ἀτηρός, ά, όν (Α) Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή 2. ολέθριος, καταστρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» καταστροφή, συμφορά II. επίρρ. ἀτηρῶς τρομερά, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός <… …   Dictionary of Greek

  • ἀτηρός — ἀ̱τηρός , ἀτηρός blinded by masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηρά — ἀ̱τηρά , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc pl ἀ̱τηρά̱ , ἀτηρός blinded by fem nom/voc/acc dual ἀ̱τηρά̱ , ἀτηρός blinded by fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηρότερον — ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by adverbial comp ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by masc acc comp sg ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηρόν — ἀ̱τηρόν , ἀτηρός blinded by masc acc sg ἀ̱τηρόν , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηρότατον — ἀ̱τηρότατον , ἀτηρός blinded by masc acc superl sg ἀ̱τηρότατον , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • αταρτηρός — ἀταρτηρός, όν (Α) 1. υβριστικός, δηκτικός 2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη*, δηλ. όπως aFaτārόs… …   Dictionary of Greek

  • ατηρία — ἀτηρία, η (Α) [ατηρός]. βλάβη, κακό …   Dictionary of Greek

  • ἀτηροῖς — ἀ̱τηροῖς , ἀτηρός blinded by masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηροῦ — ἀ̱τηροῦ , ἀτηρός blinded by masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”