- παταγητικός
παταγητικός, klappernd, lärmend, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παταγητικός, klappernd, lärmend, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παταγητικός — ή, όν, Α [παταγῶ] 1. αυτός που κάνει πάταγο, θορυβώδης 2. (για πτηνό) αυτός που κρώζει («κόσσυφος παταγητικός ἐξᾠδικοῡ γενόμενος», Κλήμ.) … Dictionary of Greek