- ἀτμένιος
ἀτμένιος, ον, mühsam, mühevoll, λίπος Nic. Al. 178. 426, Schol. τὸ μετὰ πολλοῦ καμάτου γενόμενον διὰ τὴν τοῦ ἐλαίου σκευασίαν· ἢ ὃ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ γεωργοὶ κατεσκεύασαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀτμένιος, ον, mühsam, mühevoll, λίπος Nic. Al. 178. 426, Schol. τὸ μετὰ πολλοῦ καμάτου γενόμενον διὰ τὴν τοῦ ἐλαίου σκευασίαν· ἢ ὃ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ γεωργοὶ κατεσκεύασαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.