- ἀτμενία
ἀτμενία, ἡ, Knechtschaft, VLL.; Dienst, Paul. Sil. 66 (IX, 764); Maneth. 6, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀτμενία, ἡ, Knechtschaft, VLL.; Dienst, Paul. Sil. 66 (IX, 764); Maneth. 6, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀτμενία — ἀτμενίᾱ , ἀτμενία slavery fem nom/voc/acc dual ἀτμενίᾱ , ἀτμενία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμενίης — ἀτμενία slavery fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατμενεία — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δουλεία». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λ. ἀτμενία «δουλεία» και λατρεία, ενώ κατ άλλους είναι εσφ. γρφ. τής λ. ἀτμενία] … Dictionary of Greek