- ἀτμεύω
ἀτμεύω (für ἀτμενεύω), Knecht sein, dienen, ϑάλασσαν ἀτμεύειν ἀνέμοις πόρεν Ἐννοσίγαιος Nic. Al. 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀτμεύω (für ἀτμενεύω), Knecht sein, dienen, ϑάλασσαν ἀτμεύειν ἀνέμοις πόρεν Ἐννοσίγαιος Nic. Al. 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀτμεύω — to be a slave pres subj act 1st sg ἀτμεύω to be a slave pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμεύειν — ἀτμεύω to be a slave pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμεύουσα — ἀτμεύω to be a slave pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)