- ἀτμιστός
ἀτμιστός, verdampft; in feuchte Dämpfe auflösbar, ὕδωρ ἀτμιστὸν ἀλλ' οὐ ϑυμίᾱτον Arist. Meteor. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀτμιστός, verdampft; in feuchte Dämpfe auflösbar, ὕδωρ ἀτμιστὸν ἀλλ' οὐ ϑυμίᾱτον Arist. Meteor. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ατμιστός — ἀτμιστός, ή, όν (Α) [ατμίζω] αυτός που υπόκειται σε εξάτμιση, που μπορεί να μετατραπεί σε ατμό … Dictionary of Greek
ἀτμιστά — ἀτμιστός capable of being turned into vapour neut nom/voc/acc pl ἀτμιστά̱ , ἀτμιστός capable of being turned into vapour fem nom/voc/acc dual ἀτμιστά̱ , ἀτμιστός capable of being turned into vapour fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμιστῶν — ἀτμιστός capable of being turned into vapour fem gen pl ἀτμιστός capable of being turned into vapour masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμιστόν — ἀτμιστός capable of being turned into vapour masc acc sg ἀτμιστός capable of being turned into vapour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)