πατταλεύω, att. statt πασσαλεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατταλεύω — Α (αττ. τ.) βλ. πασσαλεύω … Dictionary of Greek
πασσαλεύω — και πατταλεύω, ΜΑ [πάσσαλος] μσν. (σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω αρχ. 1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.) 2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο … Dictionary of Greek