ἀ-ταρβής

ἀ-ταρβής

ἀ-ταρβής, ές (τάρβος), furchtlos, Il. 13, 299; φρήν Pind. P. 5, 51; κεφαλή 9, 32; χείρ Aesch. Prom. 851; τῆς ϑέας, den der Anblick nicht mit Schrecken erfüllt, Soph. Tr. 23; sp. D., z. B. δοῦρα Antiphil. 9 (VI, 97).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εριταρβής — ἐριταρβής, ές (Α) αυτός που φοβάται υπερβολικά, ο πολύ δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α ταρβής, βαρυ ταρβής)] …   Dictionary of Greek

  • πανταρβής — ές, Α αυτός που φοβάται τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. πολυ ταρβής] …   Dictionary of Greek

  • πολυταρβής — ές, ΜΑ πάρα πολύ φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. βαρυ ταρβής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”