ἀταρτηρός

ἀταρτηρός

ἀταρτηρός (verstärkte Form von ἀτηρός), der ἄτη angehörig, unterworfen, verblendet, maßlos; auch = verderblich, feindselig; Hom. Iliad. 1, 223 Πηλείδης δ' ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρείδην προσέειπε, καὶ οὔ πω λῆγε χόλοιο. »οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο« κ.τ.ε,: mit maßlosen Worten; Odyss. 2, 243 Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποἶον ἔειπες: ἀταρτηρέ und φρένας ἠλεέ stehn παραλλήλως, = du Verblendetet. – Hes. Th. 610 ἀταρτηροῖο γενέϑλης; στόμα πόντου Theocr. 22, 28; Qu. Sm. 4, 222.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αταρτηρός — ἀταρτηρός, όν (Α) 1. υβριστικός, δηκτικός 2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη*, δηλ. όπως aFaτārόs… …   Dictionary of Greek

  • ἀταρτηρός — mischievous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηρόν — ἀταρτηρός mischievous masc/fem acc sg ἀταρτηρός mischievous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῖο — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῖς — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῖσι — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῖσιν — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροί — ἀταρτηρός mischievous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῦ — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηρούς — ἀταρτηρός mischievous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηρέ — ἀταρτηρός mischievous masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”