- ἀ-τόλμητος
ἀ-τόλμητος, nicht zu wagen, Ἄρης Aesch. Ag. 365; μόχϑος Ἑλλάδι Pind. I. 7, 11, Schol. ἀνυπομόνητος, δεινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τόλμητος, nicht zu wagen, Ἄρης Aesch. Ag. 365; μόχϑος Ἑλλάδι Pind. I. 7, 11, Schol. ἀνυπομόνητος, δεινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τολμητός — ventured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητός — ή, όν, θηλ. και τολμητός, Α [τολμῶ] τολμηρός … Dictionary of Greek
τολμητόν — τολμητός ventured masc acc sg τολμητός ventured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητοί — τολμητός ventured masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητά — τολμητά̱ , τολμητής bold masc nom/voc/acc dual τολμητής bold masc voc sg τολμητής bold masc nom sg (epic) τολμητός ventured neut nom/voc/acc pl τολμητά̱ , τολμητός ventured fem nom/voc/acc dual τολμητά̱ , τολμητός ventured fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητῶν — τολμητής bold masc gen pl τολμητός ventured fem gen pl τολμητός ventured masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατατόλμητος — εὐκατατόλμητος, ον (Μ) αυτός τον οποίον μπορεί κάποιος εύκολα να επιχειρήσει με τόλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα τολμητος (< κατα τολμώ)] … Dictionary of Greek
τολμηταῖς — τολμητής bold masc dat pl τολμητός ventured fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηταί — τολμητής bold masc nom/voc pl τολμητός ventured fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητάς — τολμητά̱ς , τολμητής bold masc acc pl τολμητά̱ς , τολμητής bold masc nom sg (epic doric aeolic) τολμητά̱ς , τολμητός ventured fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμητῇ — τολμητής bold masc dat sg (attic epic ionic) τολμητός ventured fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)