- ὀτόστυλλος
ὀτόστυλλος, ὁ, eine Pflanze, Ath. II, 71 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀτόστυλλος, ὁ, eine Pflanze, Ath. II, 71 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οτόστυλλος — ὀτόστυλλος, ό, και ὀτοστυλλον, τὸ (Α) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. φυτού άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η διόρθωση τού τ. σε ὀπόφυλλον] … Dictionary of Greek
ὀτόστυλλον — ὀτόστυλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)