ἀτυζηλός

ἀτυζηλός

ἀτυζηλός, erschreckend, Ap. Rh. 2, 1057.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ατυζηλός — ἀτυζηλός, ή, όν (Α) [ατύζομαι] εκπληκτικός, φοβερός …   Dictionary of Greek

  • ἀτυζηλός — frightful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυζηλόν — ἀτυζηλός frightful masc acc sg ἀτυζηλός frightful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυζηλῷ — ἀτυζηλός frightful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”