ἀττέλεβος, ὁ, ion., dasselbe, Her. 4, 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀττέλεβος — ἀττέλαβος locust masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκορνός — ὀκορνός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀττέλεβος ή πάρνοψ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άκορνα] … Dictionary of Greek