ἀτταγήν

ἀτταγήν

ἀτταγήν, ῆνος, ὁ, dasselbe, com. Ath. XIV, 652 d; Arist. H. A. 10, 36, von Atticisten verworfen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀτταγήν — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτταγῆνα — ἀτταγήν masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτταγῆνας — ἀτταγήν masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτταγῆνες — ἀτταγήν masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτταγῆνι — ἀτταγήν masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτταγῆνος — ἀτταγήν masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτταγῆσι — ἀτταγήν masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτταγήνων — ἀτταγήν masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • ταγήν — Μ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου» 2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek

  • ταγηνάριον — τὸ, Μ ἀτταγηνάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγηνάριον, υποκορ. τού ἀτταγήν με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”