ἀττικ-ουργής

ἀττικ-ουργής

ἀττικ-ουργής, ές, auf attische Art, in attischem Geschmack gearbeitet, Menand. B. A. p. 461; Poll. 1, 149.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παριουργής — ές, Α αυτός που κατασκευάστηκε στην Πάρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάρος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. αττικ ουργής] …   Dictionary of Greek

  • τυρρηνικουργής — ές, Α αυτός που έχει κατεργαστεί με τυρρηνικό τρόπο («ἐκάλουν δ αὐτὰ τυρρηνικουργῆ ὥσπερ καὶ τὰ ἔμβαθρα ῥηνιουργῆ», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνικός + ουργής (< ἔργον*), πρβλ. Ἀττικ ουργής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”