- ἀττικωνικός
ἀττικωνικός, komische Verdrehung von ἀττικός, an Λακωνικός erinnernd, Ar. Pax 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀττικωνικός, komische Verdrehung von ἀττικός, an Λακωνικός erinnernd, Ar. Pax 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αττικωνικός — ἀττικωνικός, ή, όν (Α) αττικός (κωμική έκφραση κατά το λακωνικός) (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αττικός, κατά το λακωνικός πιθανή επίσης η συσχέτιση του τ. με τη λ. νίκη, που έχει όμως το ι μακρό] … Dictionary of Greek
Ἀττικωνικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)