- ἀτταταί
ἀτταταί, od. nach den alten Gramm., z. B. Arcad. p. 283, ἀτταταῖ, ein Wehruf, Soph. Phil. 733; Ar. th. 223, wo ἀτταταὶ ἀτατταταί neben einander; – ein Jubelruf, Ach. 1160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀτταταί, od. nach den alten Gramm., z. B. Arcad. p. 283, ἀτταταῖ, ein Wehruf, Soph. Phil. 733; Ar. th. 223, wo ἀτταταὶ ἀτατταταί neben einander; – ein Jubelruf, Ach. 1160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ατταταί — ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α) επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀτταταῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀτταταῖ — ἀτταταῖ , ἀτταταῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)