ὀτραλέος

ὀτραλέος

ὀτραλέος, hurtig, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίϑοντο, Il. 3, 260, παρὰ δεῖπνον ἔϑηκας αἶψα καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ μόρον κέλε υϑοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οτραλέος — ὀτραλέος, η, ον (Α) οτρηρός. επίρρ... ὀτραλέως (Α) 1. γρήγορα, εσπευσμένα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξέως, δραστικῶς, ἐνεργῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀτραλέως μαρτυρείται ήδη στην Ιλιάδα, ενώ το επίθ. ὀτραλέος μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • ὀτραλέαι — ὀτραλέος quickly fem nom/voc pl ὀτραλέᾱͅ , ὀτραλέος quickly fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτραλέον — ὀτραλέος quickly masc acc sg ὀτραλέος quickly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτραλέως — ὀτραλέος quickly adverbial ὀτραλέος quickly masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτραλέη — ὀτραλέος quickly fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτραλέου — ὀτραλέος quickly masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • tu̯er-1 : tur- and tu̯r̥- —     tu̯er 1 : tur and tu̯r̥     English meaning: to turn, whirl     Deutsche Übersetzung: “drehen, quirlen, wirbeln”, also von lebhafter Bewegung ũberhaupt     Note: from which partly tru     Material: A. O.Ind. tváratē, turáti “ hurries “, tū… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”