ἀτρακτο-ειδής

ἀτρακτο-ειδής

ἀτρακτο-ειδής, ές, spindelartig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • θαμνοειδής — ες (AM θαμνοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνοειδές φυτό»). επίρρ... θαμνοειδώς υπό μορφή θάμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + ειδής* (< είδος), πρβλ. άτρακτο ειδής, δυσ ειδής] …   Dictionary of Greek

  • θεατροειδής — ές (Α θεατροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με θέατρο, που έχει σχήμα θεάτρου. επίρρ... θεατροειδῶς (Α) 1. θεατρικά, σαν θέατρο 2. ως θεατής στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + ειδής < είδος (πρβλ. ατρακτο ειδής, ευ ειδής)] …   Dictionary of Greek

  • καμπυλοειδής — ές (Α καμπυλοειδής, ές) αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. επίρρ... καμπυλοειδῶς (Α) με τρόπο καμπυλοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοειδής — Ειδική επικυκλοειδής καμπύλη που σχηματίζεται από την τροχιά που διαγράφει ένα σημείο της κινητής περιφέρειας Κ, καθώς αυτή περιστρέφεται εφαπτόμενη στην ακίνητη περιφέρεια Γ· και οι δύο αυτές περιφέρειες έχουν ίσες τις ακτίνες τους (όπως… …   Dictionary of Greek

  • καρυκοειδής — καρυκοειδής, ές (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ανθρωπο ειδής, ατρακτο ειδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”