- πατρ-άδελφος
πατρ-άδελφος, ὁ, Vaters Bruder, Oheim; Isaeus 4, 23; Dem. 44, 13; LXX. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρ-άδελφος, ὁ, Vaters Bruder, Oheim; Isaeus 4, 23; Dem. 44, 13; LXX. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητράδελφος — ο, θηλ. μητραδέλφη (ΑΜ μητράδελφος) ο αδελφός ή η αδελφή τής μητέρας, ο θείος ή η θεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφός (πρβλ. πατρ άδελφος, φιλ άδελφος)] … Dictionary of Greek