ἀ-τριψία

ἀ-τριψία

ἀ-τριψία, , Ungeübtheit, Cic. ad Att. 13, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομφαλοτριψία — η ιατρ. η σύνθλιψη τού ομφάλιου λώρου με ισχυρή πίεση σε περιπτώσεις αιμορραγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + τρίψις (< τρίβω), πρβλ. λιθο τριψία] …   Dictionary of Greek

  • σαρκοτριψία — η, Ν η σαρκοθλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + τριψία (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”