ἀ-τραφής

ἀ-τραφής

ἀ-τραφής, ές, emend. für ἀτροφής Theophr. C. Pl. 2, 6, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • 'τράφης — ἐτράφης , τρέφω thicken aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραφῇς — τρέφω thicken aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτραφής — ές (ΑΜ εὐτραφής, ές) καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος αρχ. 1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη 2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές η ευτροφία. επίρρ... ευτραφώς (ΑΜ… …   Dictionary of Greek

  • οικοτραφής — οἰκοτραφής, ές (Α) αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τραφής (< τρέφω), πρβλ. μηρο τραφής, μουσο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτραφής — ές, Α φιλότροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τραφής (< θ. τραφ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τρέφω), πρβλ. εὐ τραφής, μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • μηροτραφής — και μηροτρεφής, ές (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τραφής και τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • μονοτραφής — μονοτραφής, ές (Μ) αυτός που τρέφεται μόνος του, μονοδίαιτος, μονότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τραφής (< τρέφω), πρβλ. ευ τραφής] …   Dictionary of Greek

  • μουσοτραφής — ές (Α μουσοτραφής, ές) νεοελλ. αυτός που από μικρή ηλικία ασχολείται με τις καλές τέχνες και τα γράμματα αρχ. αυτός που ανατράφηκε από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + τραφής (< τρέφω), πρβλ. θεο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • πλουτοτραφής — ές, ΜΑ αυτός που έχει ανατραφεί μέσα στα πλούτη (α. «τοιοῡτοι γὰρ ὡς τὰ πολλὰ oἱ πλουτοτραφεῑς», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ τού τρέφω), πρβλ. μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυτραφής — ές, Α (για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τραφής (< θ. τραφ τού τρέφω*, πρβλ. ἐ τράφ ην), πρβλ. ευ τραφής] …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφής — ές, ΝΑ αυτός που κάνει καθιστική ζωή, μαλθακός, μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + τραφής (< τρέφω*), πρβλ. μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”