ἀτραπός

ἀτραπός

ἀτραπός (τρέπω, mit euphon. α?, nach Eust. α priv. στενή, καϑ' ἣν οὐκ ἔστιν ἐκτραπῆναι), ἡ, Fußsteig, Pfad, Pind. frg. 74; Ar. Nubb. 75; Her. 7, 175; Thuc. 4, 36; Plat. Phaedr. 66 b u. sonst in Prosa.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀτραπός — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… …   Dictionary of Greek

  • ατραπός — η πολύ στενός δρόμος, μονοπάτι: Στο χωριό οδηγούσε μονάχα μια ατραπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀταρπιτοί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτοῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτῶν — ἀτραπός fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτόν — ἀτραπός fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτός — ἀτραπός fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρποῖς — ἀτραπός fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρποί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρποῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”