ἀ-τρύπητος

ἀ-τρύπητος

ἀ-τρύπητος, = ἄτρητος, οὖς, Plut. Cic. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυπητός — ή, ό / τρυπητός, ή, όν, ΝΜΑ [τρυπῶ] αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή (ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων 2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό α) διάτρητο… …   Dictionary of Greek

  • τρυπητός — ή, ό 1. τρυπημένος, τρύπιος. 2. το θηλ. ως ουσ., τρυπητή κουτάλα με τρύπες για το σερβίρισμα μακαρονιών κτλ. 3. το ουδ. ως ουσ., τρυπητό, το μαγειρικό σκεύος με τρύπες για το στράγγισμα φαγητών, το σουρωτήρι, το στραγγιστήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπητόν — τρυπητός pierced masc acc sg τρυπητός pierced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπητά — τρυπητά̱ , τρυπητής borer masc nom/voc/acc dual τρυπητής borer masc voc sg τρυπητής borer masc nom sg (epic) τρυπητός pierced neut nom/voc/acc pl τρυπητά̱ , τρυπητός pierced fem nom/voc/acc dual τρυπητά̱ , τρυπητός pierced fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Paxi — Gemeinde Paxi Δήμος Παξών (Παξοί) …   Deutsch Wikipedia

  • πολυτρύπητος — η, ο / πολυτρύπητος, ον, ΝΜ αυτός που φέρει πολλές οπές, πολύτρητος* («κουμάρι πολυτρύπητο νερό παίρνει και πάει» [αίνιγμα] ο σπόγγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρυπητός (< τρυπῶ)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • τρυπητή — η βλ. τρυπητός, ή, ό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπητό — το βλ. τρυπητός, ή, ό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρύπιος, -ια, -ιο — που έχει τρύπα ή τρύπες, τρυπητός: Τρύπια τσέπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”