- πατρο-μήτωρ
πατρο-μήτωρ, ορος, ὁ, Muttervater, Großvater von mütterlicher Seite, Luc. Alex. 58; aber auch ή, die Großmutter, Lycophr. 502.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρο-μήτωρ, ορος, ὁ, Muttervater, Großvater von mütterlicher Seite, Luc. Alex. 58; aber auch ή, die Großmutter, Lycophr. 502.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
κυριομήτωρ — κυριομήτωρ, ορος, ἡ (Μ) η μητέρα τού Κυρίου, η Θεοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ, πατρο μήτωρ] … Dictionary of Greek
φαρμακομήτωρ — ορος, ὁ, Μ παραγωγός φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. πατρο μήτωρ] … Dictionary of Greek