- ὀτρυντύς
ὀτρυντύς, ύος, ἡ, = ὄτρυνσις, Antrieb, Ermunterung, Il. 19, 234.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀτρυντύς, ύος, ἡ, = ὄτρυνσις, Antrieb, Ermunterung, Il. 19, 234.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οτρυντύς — ὀτρυντύς, ύος, ἡ (Α) παρότρυνση, παρόρμηση, παρακίνηση, προτροπή («μηδέ τις ἄλλην λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα τύς (πρβλ. ορχησ τύς)] … Dictionary of Greek
ὀτρυντύς — ὀτρῡντύ̱ς , ὀτρυντύς a cheering on fem acc pl ὀτρῡντύς , ὀτρυντύς a cheering on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
ὀτρυντύι — ὀτρῡντύϊ , ὀτρυντύς a cheering on fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρυντύν — ὀτρῡντύν , ὀτρυντύς a cheering on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)