- ἀσάμβαλος
ἀσάμβαλος, = ἀσάνδαλος, Nonn. D. 32, 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσάμβαλος, = ἀσάνδαλος, Nonn. D. 32, 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ασάμβαλος — ἀσάμβαλος, ον (Α) ασάνδαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον] … Dictionary of Greek