ὀσμάς

ὀσμάς

ὀσμάς, άδος, ἡ, ein wohlriechendes Kraut, auch ὄνοσμα, ὄνωνις genannt, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οσμάς — ὀσμάς, άδος, ἡ (Α) [οσμή] ονομασία φυτού …   Dictionary of Greek

  • ὀσμάς — fem nom sg ὀσμά̱ς , ὀσμή smell fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσμᾶς — ὀσμή smell fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσμάδα — ὀσμάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσοσμος — η, ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, ον) αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή αρχ. 1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», Ξεν.) 2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”