- ὀσμηρός
ὀσμηρός, = Vorigem, Nic. frg. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀσμηρός, = Vorigem, Nic. frg. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀσμηρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσμηρός — ή, ό (Α ὀσμηρός, ά, όν) αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων τής οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών τού σολομού και τής πέστροφας αρχ. το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.… … Dictionary of Greek
οσμηρός — ή, ό αυτός που έχει έντονη μυρωδιά: Οσμηρή ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀσμηρόν — ὀσμηρός masc acc sg ὀσμηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
οσμήρης — ὀσμήρης, ῆρες (Α) αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. ήρης (πρβλ. κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek
οσμηρότητα — η [οσμηρός] η ιδιότητα τού οσμηρού … Dictionary of Greek