- ᾀσματο-κάμπτης
ᾀσματο-κάμπτης, ὁ, Liederverrenker, kom. Beiw. der tragischen u. dithyrambischen Dichter, welche die Musik durch geschmacklose Künsteleien von ihrer alten Einfachheit ablenkten, Ar. Nubb. 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾀσματο-κάμπτης, ὁ, Liederverrenker, kom. Beiw. der tragischen u. dithyrambischen Dichter, welche die Musik durch geschmacklose Künsteleien von ihrer alten Einfachheit ablenkten, Ar. Nubb. 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιωνοκάμπτης — ἰωνοκάμπτης, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με ιωνικές ποικιλοφωνίες* ή καμπές* τής φωνής, αυτός που κάμπτει ή λυγίζει τη φωνή του, όπως οι Ίωνες, όταν τραγουδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴωνες + κάμπτης (< κάμπτω), πρβλ. ασματο κάμπτης, πιτυο κάμπτης] … Dictionary of Greek
πιτυοκάμπτης — και πιτυκάμπτης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού ληστή Σίνιδος) αυτός που λύγιζε τα πεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κάμπτης (< κάμπτω), πρβλ. ασματο κάμπτης] … Dictionary of Greek