ἀσκίδιον

ἀσκίδιον

ἀσκίδιον, τό, dim. von ἀσκός, Ar. Eccl. 307.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ασκίδιον — ἀσκίδιον και ἀσκίον, το (Α) [ασκός] ο μικρός ασκός …   Dictionary of Greek

  • ἀσκίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκιδίῳ — ἀσκίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκίδια — ἀσκίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”