- ἀσκέρα
ἀσκέρα, ἡ, eine Art Winterschuh von rohem Leder od. Pelz, dessen Haare nach innen gekehrt den Fuß warm halten, Lycophr. 855. 1322; Poll. 7, 85 ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνι χρήσιμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσκέρα, ἡ, eine Art Winterschuh von rohem Leder od. Pelz, dessen Haare nach innen gekehrt den Fuß warm halten, Lycophr. 855. 1322; Poll. 7, 85 ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνι χρήσιμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ασκέρα — ἀσκέρα, η (Α) χειμερινό υπόδημα με τρίχωμα ή γούνα στο εσωτερικό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκέρα (ιων. ασκέρη) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο οποίος χρησιμοποιεί και το υποκορ. ασκερίσκος, α), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
εύμαρις — εὔμαρις, άριδος, ἡ (Α) ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)] … Dictionary of Greek