ἀσκάλαβος

ἀσκάλαβος

ἀσκάλαβος, , eine Eidechsenart, die sich mit ihren klebrigen Füßen überall anhalten kann, Luc. Astrol. 20; Ael. N. A. 6, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ασκάλαβος — ἀσκάλαβος, ο (Α) ο ασκαλαβώτης …   Dictionary of Greek

  • ἀσκάλαβος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαλάβου — ἀσκάλαβος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ascalabvs — ASCALĂBVS, i, Gr. Ἀσκαλαβὸς, ου, der Misma Sohn, lachte die Ceres aus, als sie bey seiner Mutter einkehrete, und den ihr vorgesetzeten Trank, worinnen Poley und Mehl war, sehr begierig hinein trank, befahl auch, man sollte ihr doch einen seinen… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Askalabos — Ceres wird von Askalabos verspottet (Gemälde von Adam Elsheimer, 1562) …   Deutsch Wikipedia

  • ασκαλαβώτης — ἀσκαλαβώτης, ο (Α) η κατάστικτη σαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο παρεκτεταμένος τ. ασκαλαβώτης θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του ασκάλαβος (πρβλ. γαλεώτης: γαλεός), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • γαλέος — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται δύο είδη πλευροτρηματικών χονδριχθύων, με μορφή σκυλόψαρου, του γένους μούστελους, της οικογένειας των καρχαρινιδών. Ο γ. ο κοινός έχει μέσο μήκος 80 εκ., αλλά μπορεί να φτάσει και τα 160 εκ. Τα δόντια του… …   Dictionary of Greek

  • καλαβώτης — καλαβώτης, ὁ (Α) ασκαλαβώτης*, ασκάλαβος*, γαλεώτης*. κατάστικτη, κηλιδωτή σαύρα …   Dictionary of Greek

  • χαλαβώτης — ὁ, Α ο ασκάλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. τής λ. ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα» (πρβλ. και τις γρφ. σκαλαβώτης, καλαβώτης)] …   Dictionary of Greek

  • ԿՈՎԱԴԻԱՑ — (ացի կամ եցի.) NBH 1 1117 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c գ. ԿՈՎԱԴԻԱՑ կամ ԿՈՎԻԴԵԱՑ, կամ ԿՈՎԻԴԵԱՅ եւ ԿՈՎԱԾՈՒԾ, կամ ԿՈՎԾՈՒԾ. ռմկ. կովըծուծ. καλαβώτης, ἁσκαλαβώτης, ἁσκάλαβος (իբրու կթող կովու). stellio, animal… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿՈՎԱԾՈՒԾ — (ծծի կամ ծծոյ.) NBH 1 1117 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c գ. ԿՈՎԱԴԻԱՑ կամ ԿՈՎԻԴԵԱՑ, կամ ԿՈՎԻԴԵԱՅ եւ ԿՈՎԱԾՈՒԾ, կամ ԿՈՎԾՈՒԾ. ռմկ. կովըծուծ. καλαβώτης, ἁσκαλαβώτης, ἁσκάλαβος (իբրու կթող կովու). stellio, animal… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”