- ἀσκάντης
ἀσκάντης, ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσκάντης, ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ασκάντης — ἀσκάντης, ο (Α) 1. φτωχικό στρώμα, ψάθα 2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν κράββατον» (Ησύχιος)] … Dictionary of Greek
ἀσκάντης — pallet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάνται — ἀσκάντης pallet masc nom/voc pl ἀσκάντᾱͅ , ἀσκάντης pallet masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάντην — ἀσκάντης pallet masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάντου — ἀσκάντης pallet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάντῃ — ἀσκάντης pallet masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάντα — ἀσκάντᾱ , ἀσκάντης pallet masc nom/voc/acc dual ἀσκάντης pallet masc voc sg ἀσκάντᾱ , ἀσκάντης pallet masc gen sg (doric aeolic) ἀσκάντης pallet masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάνταν — ἀσκάντᾱν , ἀσκάντης pallet masc acc sg (epic doric aeolic) ἀσκάντης pallet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)