- ὀσκάπτω
ὀσκάπτω, nach Hesych. = σκάπτω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀσκάπτω, nach Hesych. = σκάπτω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οσκάπτω — ὀσκάπτω και, πιθ. αιολ. τ. ὀ(ν ) σκάπτω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀνασκάπτω». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀ(ν)σκάπτω, αιολ. τ. αντί ἀνασκάπτω] … Dictionary of Greek