ἀσκητής

ἀσκητής

ἀσκητής, , der sich in etwas übt, etwas ausübt, τῶν καλῶν κἀγαϑῶν ἔργων, Ggstz ἰδιώτης, Xen. Cyr. 1, 5, 11; bes. der Athlet von Profession, Plat. Rep. III, 404 a; Xen.; Isocr. 2, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀσκητής — one who practises any art masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκητής — ό (AM ἀσκητής, θηλ. ἀσκήτρια) [ασκώ] αυτός που ζει ασκητικά, ο ερημίτης νεοελλ. αυτός που ζει απομονωμένος σαν να είναι ασκητής αρχ. 1. εκείνος που κατέχει μια τέχνη ή εξασκεί κάποιο επάγγελμα 2. αθλητής …   Dictionary of Greek

  • ασκητής — ο θηλ. ήτρια ερημίτης καλόγερος, αναχωρητής: Οι ασκητές έχουν περιορίσει τις ανάγκες τους σε ελάχιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ασκητής, Λουκάς — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Δαδί. Εντάχθηκε στο σώμα του Αθανάσιου Διάκου. Σκοτώθηκε στη μάχη της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου 1821 …   Dictionary of Greek

  • Λαμπαδός — Ασκητής, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουλίου …   Dictionary of Greek

  • ἀσκηταῖς — ἀσκητής one who practises any art masc dat pl ἀσκητός curiously wrought fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκηταί — ἀσκητής one who practises any art masc nom/voc pl ἀσκητός curiously wrought fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητοῦ — ἀσκητής one who practises any art masc gen sg ἀσκητός curiously wrought masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητῇ — ἀσκητής one who practises any art masc dat sg (attic epic ionic) ἀσκητός curiously wrought fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητήν — ἀσκητής one who practises any art masc acc sg (attic epic ionic) ἀσκητός curiously wrought fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητῶν — ἀσκητής one who practises any art masc gen pl ἀσκητός curiously wrought fem gen pl ἀσκητός curiously wrought masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”