ἀσκητικός

ἀσκητικός

ἀσκητικός, übend, βίος, arbeitsam, Plat. Legg. VII, 806 a; K. S. ascetisch.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀσκητικός — laborious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκητικός — ή, ό (AM ἀσκητικός, ή, όν) [ασκητής] Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ασκητική ο ασκητισμός* αρχ. ο επίπονος, ο κοπιαστικός II. επίρρ. ασκητικά (AM ἀσκητικῶς) με τρόπο ασκητικό …   Dictionary of Greek

  • ασκητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει να κάνει με τους ασκητές: Ζούσε ασκητικά, χωρίς να είναι καλόγερος. 2. το θηλ. ως ουσ., ασκητική ο ασκητισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσκητικά — ἀσκητικός laborious neut nom/voc/acc pl ἀσκητικά̱ , ἀσκητικός laborious fem nom/voc/acc dual ἀσκητικά̱ , ἀσκητικός laborious fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητικώτερον — ἀσκητικός laborious adverbial comp ἀσκητικός laborious masc acc comp sg ἀσκητικός laborious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητικωτέρων — ἀσκητικός laborious fem gen comp pl ἀσκητικός laborious masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητικῶν — ἀσκητικός laborious fem gen pl ἀσκητικός laborious masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητικόν — ἀσκητικός laborious masc acc sg ἀσκητικός laborious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητικώτατον — ἀσκητικός laborious masc acc superl sg ἀσκητικός laborious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητικαῖς — ἀσκητικός laborious fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκητικαί — ἀσκητικός laborious fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”