- ἀσκαλαβώτης
ἀσκαλαβώτης, ὁ, dasselbe, Ar. Nubb. 171; Arist. H. A. 12, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσκαλαβώτης, ὁ, dasselbe, Ar. Nubb. 171; Arist. H. A. 12, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ασκαλαβώτης — ἀσκαλαβώτης, ο (Α) η κατάστικτη σαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο παρεκτεταμένος τ. ασκαλαβώτης θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του ασκάλαβος (πρβλ. γαλεώτης: γαλεός), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek
ἀσκαλαβώτης — spotted lizard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβωτῶν — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβῶται — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώταις — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώτην — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώτου — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώτῃ — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλαβώτης — ὁ, Α πιθ. κατάστικτη σαύρα, ασκαλαβώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα», με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] … Dictionary of Greek
ἀσκαλαβώτας — ἀσκαλαβώτᾱς , ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc acc pl ἀσκαλαβώτᾱς , ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SAMIAMINTOS — Σαμιάμιντος Graecis recentioribus, antiquis ἀσκαλαβώτης, lacerti genus est in muris reprans et captans muscas, variis stellarum guttis, de quo vide quae supra diximus, in voce Ascalabotes seu Ascalaphus … Hofmann J. Lexicon universale